- δικοδίφης
- δῐκο-δίφης [δῑφ], ου, ὁ,A one who grubs for lawsuits, Luc.Lex.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δικοδίφης — δικοδίφης, ο (Α) αυτός που επιζητεί δίκες, ο φιλόδικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + διφης < διφώ «ζητώ, ερευνώ»] … Dictionary of Greek
δικοδίφης — one who grubs for lawsuits masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek